- υπαρξιστής
- οθηλ. -ίστρια ο οπαδός του υπαρξισμού (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπαρξιστής — ο, θηλ. υπαρξίστρια, Ν οπαδός τού υπαρξισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. existentialist (βλ. λ. υπαρξισμός)] … Dictionary of Greek
υπαρξιακός — ή, ό, Ν [ύπαρξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη («υπαρξιακά προβλήματα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπαρξιακός·υπαρξιστής 3. φρ. α) «υπαρξιακή νεύρωση» (ιατρ. ψυχολ.) διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα αποξένωσης και από δυσπιστία… … Dictionary of Greek
υπαρξιστικός — ή, ό, Ν [υπαρξιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπαρξισμό ή στον υπαρξιστή («υπαρξιστική φιλοσοφία») … Dictionary of Greek
Μπερντιάεφ, Nικολάι — (Κίεβο 1874 – Κλαμάρ, Παρίσι 1948). Ρώσος υπαρξιστής φιλόσοφος. Αναζήτησε ένα συγκερασμό μεταξύ των κοινωνικών αιτημάτων του κομμουνισμού και των περσοναλιστικών του χριστιανισμού, μέσα σε έναν νέο κόσμο, όπου η κοινωνία θα προστάτευε την… … Dictionary of Greek